φύσαρο

φύσαρο
το, Ν
(μυκητ.) γένος, το μεγαλύτερο τής ομάδας τών γνήσιων μυξομυκήτων, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 100 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. physarum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”